Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του … Dictionary of Greek
Κασέν, Ρενέ — (René Cassin, Μπαγιόν 1887 – Παρίσι 1976). Γάλλος νομικός. Το 1908 έλαβε ταυτόχρονα πτυχία στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στα νομικά από το πανεπιστήμιο του Εξ αν Προβάνς. Το 1914 ολοκλήρωσε τις ακαδημαϊκές σπουδές του με διδακτορικό τίτλο στις … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Τεύτονες — Αρχαίος γερμανικός λαός που είχε την πρώτη ιστορική έδρα του στα Β των εκβολών του Έλβα και, πιεζόμενος από λαούς που μετακινούνταν από τις ασιατικές χώρες προς τα Δ, άρχισε, τον 2o αι. π.Χ., μια μετανάστευση που είχε ως αποτέλεσμα να εισβάλει,… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αλεζί, Πολ — (Paul Αlexis, Εξ αν Προβάνς 1847 – Λεβαλονά Περέ 1901). Γάλλος συγγραφέας. Όταν ήταν νέος συνδέθηκε με τον Εμίλ Ζολά και δέχτηκε την επίδρασή του. Το πρώτο του έργο ήταν μια νουβέλα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Μετά τη μάχη.Το 1880 δημοσίευσε δύο… … Dictionary of Greek
Άμβρωνες — Κελτικός λαός τον οποίο υπέταξαν οι Ρωμαίοι. Αναφέρονται δύο μάχες τους εναντίον των ρωμαϊκών στρατευμάτων: η πρώτη το 105 π.Χ., όταν νίκησαν τους Ρωμαίους ύπατους Μάνλιο και Καιπίωνα και η δεύτερη το 102 π.Χ., κοντά στα «Σέξτια Ύδατα» (στον… … Dictionary of Greek
Βοβενάργκ, Λικ ντε Κλαπιέ ντε-, μαρκήσιος — (Markiz Luc de Clapiers de Vauvenargues, Εξ αν Προβάνς 1715 – Παρίσι 1747). Γάλλος συγγραφέας. Μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του το πέρασε στον στρατό. Όταν εγκατέλειψε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία (1743), προσπάθησε μάταια να γίνει… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek